Θεμιστοῦς

Θεμιστοῦς
Θεμιστώ
fem nom/voc pl
Θεμιστώ
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχοινεύς — έως, ὁ, Α 1. είδος άγνωστου πτηνού 2. ως κύριο όν. Σχοινεύς μυθ. γιος τού Αθάμαντος και τής Θεμιστούς, πατέρας τής Αταλάντης και τού Κλυμένου, επώνυμος οικιστής τής βοιωτικής πόλης Σχοίνου και τού αρκαδικού Σχοινούντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος +… …   Dictionary of Greek

  • Γαλεώτες — Αρχαία φυλή στην Σικελία, που ασκούσαν τη μαντεία με γαλεώτας (σαύρες). Κατ’ άλλους, ονομάστηκαν έτσι από τον Γαλεό ή Γαλεώτη, γιο του Απόλλωνα και της Θεμιστούς (κόρης του Ζαβία, βασιλιά των Υπερβόρειων), αδελφό του Τελεμισσού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”